- ἐνστηρίξας
- ἐνστηρίξᾱς , ἐνστηρίζωfixaor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic)ἐνστηρίξᾱς , ἐνστηρίζωfixaor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.